germ |
Μικρόβιο |
bacteria |
Βακτηρίδια |
virus |
Ιός |
flu |
γρύπη |
cold |
κρύωμα |
pneumonia |
Πνευμονία |
cancer |
Καρκίνος |
tumor |
όγκος |
aids |
τσιρότα |
chicken pox |
ανεμοβλογιά |
food poisoning |
τροφική δηλητηρίαση |
diabetes |
Διαβήτης |
My daughter came down with the chicken pox.
Η κόρη μου ήρθε κάτω με ανεμοβλογιά
My sister got food poisoning when she ate at that restaurant.
Η αδερφή μου έπαθε τροφική δηλητηρίαση όταν έφαγε σε εκείνο το εστιατόριο
contagious |
Κολλητικός |
infection |
μόλυνση |
to transmit |
να μεταδόσω |
to infect |
μολύνω |
I don't want to catch a cold! *
Δεν θέλω να κολλήσω κρύωμα
*'catch' is normally used with contagious illnesses like the flu and cold
immune system |
Ανοσοποιητικό Σύστημα |
immunity |
Ανοσία |
Have you been vaccinated against the swine flu?
Έχετε εμβολιαστεί κατά της γρίπης των χοίρων;
Kyle is allergic to peanuts.
Ο Κάιλ είναι αλλεργικός στα φιστίκια.
The flu epidemic of 1918 killed between 50 and 100 million people.
Η επιδημία γρίπης του 1918 σκότωσε μεταξύ 50 και 100 εκατομμυρίων ανθρώπων.
fever |
πυρετός |
headache |
πονοκέφαλος |
chills |
ρήγη |
to shiver |
τρέμω |
to sneeze |
φτερνίζομαι |
Have you ever sneezed three times in a row?
Έχετε φτερνιστεί ποτέ τρεις φορές στη σειρά;
-bless you
γείτσες
cough |
βήχας |
a fit of coughing |
μια κρίση βήχα |
runny nose |
ρινική καταρροή |
congestion |
συμφόρηση |
my nose is stopped up
η μύτη μου έχει κλείσει
sore throat |
πονόλαιμος |
dizziness |
ζαλάδα |
vertigo |
ίλιγγος |
I'm feeling kind of dizzy.
Νιώθω λίγο ζαλισμένος