well |
Καλά |
health |
Υγεία |
healthy |
υγειές |
unhealthy |
ανθυγειινό |
sick |
Άρρωστος |
ill |
disease |
ασθένεια |
sickness |
illness |
I'm sick. I'm going to take the day off.
Είμαι άρρωστος. Θα πάρω ρεπό
Are you doing better?
Είσαι καλύτερα
Smoking is very unhealthy.
Το κάπνισμα είναι βλαβερό
The disease must be allowed to run its course.
Η ασθένεια πρέπει να αφεθεί να κάνει τον κύκλο της.
medication |
φαρμακευτική αγωγή |
cure |
θεραπεία |
home remedy |
οικιακή θεραπεία |
antidote |
Αντίδοτο |
toxin |
τοξίνη |
It's not a cure. It just relieves the symptoms.
Δεν είναι θεραπεία. Απλώς ανακουφίζει από τα συμπτώματα.
The medication helps keep her illness in check.
Η φαρμακευτική αγωγή βοηθά να κρατήσει την ασθένειά της υπό έλεγχο.
An ounce of prevention is worth a pound of cure. --Benjamin Franklin
Μια ουγγιά πρόληψης αξίζει όσο μια λίβρα θεραπείας. --Βενιαμίν Φραγκλίνος
I'm sorry. The lethal toxin you were exposed to has no antidote.
Λυπάμαι. Η θανατηφόρα τοξίνη στην οποία εκτέθηκες δεν έχει αντίδοτο.
pain
|
Πόνος
|
pain-killer |
παυσίπονο |
painless |
άπονο |
ache |
πόνος |
to hurt |
πληγώνω |
to ache |
να πονέσω |
wince |
τέντωμα |
Where does it hurt?
Πού σε πονάει
My head hurts.
Πονάει το κεφάλι μου
You're hurting me! Stop.
Με πονάς! Σταμάτα
Fred hurt his leg in a motorcycle accident.
Ο Φρεντ χτύπησε το πόδι του σε ατύχημα με μοτοσικλέτα.
My whole body aches.
Όλο μου το σώμα πονάει.
He winced in pain.
Τραβήχτηκε από τον πόνο.
Just grin and bear it.
Απλά χαμογελάσε και υπόμεινε.