Hunger and Thirst
Πείνα και Δίψα, Τρώγοντας και Πίνοντας
hungry
hunger πεινα
hungry πεινασμενος
starving λιμοκτονώ
appetite ορεξη
famine πείνα
diet διαιτα
fast γρηγορα
to starve να λιμοκτονήσει

They are hungry.
αυτοι ειναι πεινασμενοι

We're starving.
εμεις πειναμε

He has an insatiable appetite.
Έχει ακόρεστη όρεξη.

I'm full.
ειμαι χορτασμενος

She's on a diet.
Κάνει δίαιτα.

They're going to fast until sundown.
Θα νηστέψουν μέχρι τη δύση του ηλίου.

I'm so hungry I could eat a horse.
Είμαι τόσο πεινασμένος που θα μπορούσα να φάω ένα άλογο.

Talking about food is making my mouth water.
Μιλώντας για φαγητό μου τρέχουν τα σάλια.

to bite να δαγκώσω
to chew να μασάω
to nibble για να τσιμπήσω
to swallow να καταπίνω

She didn't have much of an appetite and just nibbled on her carrots.
Δεν είχε μεγάλη όρεξη και απλά μασούσε τα καρότα της.

to devour να καταβροχθίσει
to stuff oneself να γεμίζεις τον εαυτό σου
to gobble up
to wolf down
gluttony λαιμαργία

We wolfed down our meal.
Καταβροχθίσαμε το γεύμα μας

The cookies were gobbled up in less then 5 minutes.
Τα μπισκότα καταβροχθίστηκαν σε λιγότερο από 5 λεπτά.

Do you mind if I finish off the oatmeal?
Σε πειράζει να τελειώσω το πλιγούρι βρώμης;

thirst δίψα
thirsty διψασμένος
sip γουλιά
gulp
to sip να πιώ
to gulp να καταπιώ

I'm thirsty
Διψάω

He finished his drink in a single gulp.
Ήπιε το ποτό του με μία γουλιά

The water quenched my thirst.
Το νερό έσβησε τη δίψα μου.

We sipped the hot chocolate by the fire.
Απολαύσαμε τη ζεστή σοκολάτα δίπλα στη φωτιά