organ |
όργανο |
tissue |
ιστός |
cell |
κύτταρο |
muscle |
μύς |
joint |
άρθρωση |
fat |
λίπος |
flesh |
σάρκα |
cartilage |
χόνδρος |
gland |
αδένας |
The spinal cord injury paralyzed him from the waist down.
το χτύπημα στη σπονδυλική στήλη τον παρέλυσε από την μέση και κάτω
spleen |
σπλύνα |
blood pressure |
πίεση |
pulse |
σφιγμός |
heart rate |
παλμοί |
heartbeat |
χτύπος της καρδιάς |
I'm bleeding!
αιμορραγώ
have high blood pressure
έχει υψηλή πίεση
The nurse took his pulse and blood pressure.
η νοσοκόμα μέτρησε τον παλμό του και την πίεση του αίματος του.
breathing |
αναπνέω |
breath |
αναπνοή |
bronchial tubes |
βρογχικός σολήνας |
to breathe in |
εισπνέω |
to inhale |
to breathe out |
εκπνέω |
to exhale |
Everyone breathe deeply. Breathe in.. Now breathe out..
Όλοι αναπνεύστε βαθιά. Εισπνοή...Εκπνοή
out of breath
χωρίς ανάσα
hold your breath
κράτα την αναπνοή σου
mucous |
βλεννογόνος |
phlegm
|
φλέγμα
|
booger |
σπυρί |
clear the throat
καθαρίζω τον ισοφάγο
voice |
φωνή |
vocal cords |
φωνητικές χορδές |
hoarse |
βραχνός |
laryngitis |
λάρυγγας |
He has a deep voice
/
He has a low voice.
She has a high-pitched voice.
έχει υψηλή φωνή
She has laryngitis. She strained her voice singing high Cs.
Έχει λαρυγγίτιδα. Πίεσε την φωνή της και τραγουδουσε σε ψηλή Ντό
I lost my voice.
Έχασα τη φωνή μου
to urinate |
να ουρήσω |
to pee |
να ουρήσω |
molar |
μοριακό |
braces |
σιδεράκια |
have a cavity filled
να γεμίσει η κοιλότητα
grind your teeth
ακονίσε τα δόντια σου
extract a tooth
εξαγωγή δοντιού